ἔπειτα

ἔπειτα
ἔπειτα adv. (Hom.+)
being next in order of time, then, thereupon.
without specific indication of chronological sequence Mk 7:5 v.l.; Lk 16:7; Gal 1:21; Js 4:14; 2 Cl 11:4; 13:3; D 12:1. Pleonast. ἔ. μετὰ τοῦτο (Pla., Lach. 190d; Sosipater 16 [in Athen. 9, 378b]) J 11:7 (εἶτα v.l.). ἔ. μετὰ τρία ἔτη Gal 1:18; cp. 2:1.
together w. indications of chronological sequence πρῶτον … ἔ. first … then (X., An. 3, 2, 27; Diod S 16, 69, 4; Ael. Aristid. 23, 6 K.=42 p. 769 D.; 4 Macc 6:3; Jos., Ant. 12, 92) 1 Cor 15:46; 1 Th 4:17; Pol 4:2. πρότερον … ἔπειτα Hb 7:27; ἀπαρχή … ἔ. as first-fruit … next 1 Cor 15:23. ἔ … ἔ. thereupon … then (Ael. Aristid. 48, 38 K.=24 p. 475 D.) 15:6f.
being next in position of an enumeration of items, then πρῶτον… ἔ. (POxy 1217, 5 πρῶτον μὲν ἀσπαζομένη σε, ἔπειτα εὐχομένη …; Jos., Ant. 20, 13, C. Ap. 1, 104) Hb 7:2; Js 3:17. As fourth and fifth member in a list 1 Cor 12:28.—DELG s.v. εἶτα. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἔπειτα — thereupon indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπειτα — (AM ἔπειτα) επίρρ. 1. αργότερα, μετά, ακολούθως 2. (σε ερώτηση) έπειτα; κι έπειτα; εκφράζει περιφρόνηση, ειρωνεία ή αδιαφορία για ισχυρισμό ή συμπέρασμα που υπονοείται (α. «θα φύγει κι έπειτα;» β. «ἔπειτα οὐκ οἴει φροντίζειν τοὺς θεοὺς ἀνθρώπων;» …   Dictionary of Greek

  • έπειτα — επίρρ. χρον. 1. κατόπι, ύστερα, μετέπειτα, αργότερα. 2. εκτός από αυτό, επίσης, εξάλλου, άλλωστε: Είναι δύσκολο, έπειτα είναι και επικίνδυνο. 3. με την πρόθ. από, που ακολουθεί σημαίνει, α. κατόπι, ύστερα, μετά: Έπειτα από πολλά χρόνια. β.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'πειτα — ἔπειτα , ἔπειτα thereupon indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δἤπειτα — ἔπειτα , ἔπειτα thereupon indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄπειτα — ἔπειτα , ἔπειτα thereupon indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἤπειτα — ἔπειτα , ἔπειτα thereupon indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπειτεν — ἔπειτα thereupon ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”